Τι είναι η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία; Αν θεωρήσουμε ότι μιλάμε για αντίσταση όταν ο ασθενής δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που καθορίζεται από το θεραπευτή, κατανοούμε ότι εφόσον τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα, αυτό που για ένα μοντέλο μπορεί να θεωρείται αντίσταση, σε ένα άλλο μοντέλο ίσως είναι το ζητούμενο και αντίστροφα.
H ιδέα ότι οι ασθενείς ίσως να αντιστέκονται στην αλλαγή αποτελεί κεντρικό θέμα στην ψυχοθεραπεία για περισσότερο από έναν αιώνα.
Τι είναι όμως η αντίσταση; Αν θεωρήσουμε ότι μιλάμε για αντίσταση όταν ο ασθενής δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο ρόλο που καθορίζεται από το θεραπευτή, κατανοούμε ότι εφόσον τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα δίνουν έμφαση σε διαφορετικά πράγματα, αυτό που για ένα μοντέλο μπορεί να θεωρείται αντίσταση, σε ένα άλλο μοντέλο ίσως είναι το ζητούμενο και αντίστροφα.
Υπάρχουν βέβαια συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες ασχέτως ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης θεωρούνται αντίσταση. Για παράδειγμα η μη προσέλευση στη θεραπεία, η αργοπορία, η μη πληρωμή της θεραπείας, η υποτίμηση του θεραπευτή ή της θεραπείας κτλ., θεωρούνται κατά κοινή ομολογία αντίσταση στη θεραπεία. Υπάρχουν όμως και αρκετές διαφορές ανάμεσα στα μοντέλα.
Πιο συγκεκριμένα, στη γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία η αντίσταση μπορεί να πάρει τη μορφή μη εκτέλεσης της εργασίας για το σπίτι, της συχνής αλλαγής του θέματος, της άρνησης του θεραπευόμενου να απαντήσει σε ερωτήσεις κ.α. Ενώ στην ψυχοδυναμική θεραπεία η αντίσταση μπορεί να πάρει τη μορφή αποκοπής από το συναίσθημα, της μη ανάκλησης σημαντικών γεγονότων, της εξιδανίκευσης ή υποτίμησης του θεραπευτή ή της εκδραμάτισης μεταξύ των συνεδριών, στη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία η αντίσταση έχει να κάνει περισσότερο με την έλλειψη συμμόρφωσης του θεραπευόμενου στο συνεργατικό ρόλο μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου για την επίλυση από κοινού των προβλημάτων του θεραπευόμενου.
Ενώ κάποιοι ψυχαναλυτές ίσως θεωρούσαν μια γρήγορη βελτίωση του ασθενούς ως αντίσταση να ασχοληθεί με υποκείμενες νευρωσικές συγκρούσεις, είναι μάλλον σπάνιο για ένα γνωσιακό θεραπευτή να θεωρήσει τη γρήγορη βελτίωση ως αντίσταση, εφόσον ο θεραπευόμενος συνεχίζει τη θεραπεία.
Ως αντίσταση θα θεωρηθεί από το γνωσιακό θεραπευτή αν συνοδευτεί από διακοπή της θεραπείας, ως αποφυγή της ενασχόλησης με τα υποκείμενα γνωστικά «σχήματα». Υπάρχει ας πούμε στη γνωσιακή μια διάκριση μεταξύ του «αισθάνομαι καλύτερα» και του «γίνομαι καλυτερα».
Η ημιτέλεια στη θεραπεία θεωρείται γενικά ως μια ένδειξη αντίστασης. Η θεραπεία θεωρείται ημιτελής αν δεν έχει ασχοληθεί με τα υποκείμενα τρωτά σημεία του θεραπευόμενου και αυτό αποτελεί σημείο σύγκλισης των μοντέλων.
Ίσως ο ψυχαναλυτικός θεραπευτής βλέπει τα τρωτά σημεία ως πιο περίπλοκα και δύσκολα στη θεραπευτική προσέγγιση. Αντίθετα ο γνωσιακός θεραπευτής θεωρεί ότι αυτά μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν με όρους δυσπροσαρμοστικών σχημάτων και σεναρίων και γι’αυτό δίνεται έμφαση στην απόκτηση δεξιοτήτων αυτοβοήθειας.
Στη γνωσιακή θεραπεία ο θεραπεύομενος μπορεί έτσι να φύγει πρόωρα από τη θεραπεία εξαιτίας μιας ψευδαίσθησης λειτουργικότητας, δηλαδη ο ασθενής να φαίνεται ότι αισθάνεται και λειτουργεί καλύτερα, ωστόσο τα υποκείμενα τρωτά σημεία μπορεί να μην έχουν αντιμετωπιστεί ακόμα. Στην ψυχαναλυτική θεραπεία πάλι ο ασθενής και ο θεραπευτής μπορεί να μη συμφωνήσουν ως προς τα κριτήρια ολοκλήρωσης της θεραπείας, αφού οι θεραπευτικοί στόχοι δεν είναι τόσο σαφείς.
Κλείνοντας, η αντίσταση είναι έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοθεραπεία και αυτό θα συνεχίσει να είναι έτσι για όσο οι άνθρωποι θα αισθάνονται φόβο και δέος απέναντι στην αυτογνωσία και την αλλαγή. Η αντίσταση αποτελεί πρόκληση για όλους τους θεραπευτές και η εμβάθυνση σ’αυτό το θέμα είναι κάτι πολύ σημαντικό για κάθε θεραπευτή που επιθυμεί να έχει καλά θεραπευτικά αποτελέσματα.
Πηγή: PsychologyNow.gr