Η θεραπευτική προσέγγιση ή η προσωπικότητα του ψυχοθεραπευτή παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη έκβαση της ψυχοθεραπείας;
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ δείχνει ότι διαφορετικοί ψυχοθεραπευτές χρησιμοποιούν κοινές θεραπευτικές διαδικασίες με διαφοροποιημένα οφέλη για τους θεραπευόμενους. Τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκαν στο Journal of Consulting and Clinical Psychology, μπορεί να οδηγήσουν σε πιο εξατομικευμένες κλινικές πρακτικές και εκπαιδεύσεις για θεραπευτές, που θα τους βοηθήσουν να μεγιστοποιήσουν τη θεραπευτική επίδραση και να βελτιώσουν τα αποτελέσματα των ασθενών.
Η έρευνα τείνει να εστιάζει στη συνεισφορά του ασθενούς ή του τύπου της θεραπείας στα θεραπευτικά αποτελέσματα, κι έτσι δυστυχώς η συνεισφορά του θεραπευτή έχει κάπως παραμεληθεί. Οι διαθέσιμες εκπαιδεύσεις, που συχνά είναι τυποποιημένες για όλους τους θεραπευτές, τείνουν να μην οδηγούν σε συνεπείς βελτιώσεις στα αποτελέσματα των θεραπευόμενων. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η εξατομικευμένη εκπαίδευση, που θα εστιάζει στα δυνατά σημεία και στις αδυναμίες του θεραπευτή, θα μπορούσε να βελτιώσει τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα στο μέλλον, δήλωσε η Άλις Κόιν, διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ.
Ως πρώτο στόχο της εργασίας της, η Κόιν θέλησε να εξετάσει την πρόβλεψη ότι οι θεραπευόμενοι έχουν μεγαλύτερη συμπτωματική και λειτουργική βελτίωση στην ψυχοθεραπεία όταν υπάρχει μια υψηλότερης ποιότητας συνεργασία ασθενούς-θεραπευτή, καθώς και όταν ο ασθενής έχει μια πιο θετική προσδοκία για αλλαγή. Ο δεύτερος στόχος ήταν να δει αν αυτές οι συσχετίσεις διαφέρουν με βάση το ποιος είναι ο θεραπευτής.
Μια δεδομένη τεχνική στα χέρια ενός θεραπευτή μπορεί να μοιάζει πολύ διαφορετική από ό,τι η ίδια τεχνική στα χέρια ενός άλλου θεραπευτή. Ένας θεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιεί τη σχέση του με τον θεραπευόμενο ως το κλειδί για να διευκολύνει τη βελτίωση, ενώ για έναν άλλο θεραπευτή, η σχέση αυτή μπορεί να είναι λιγότερο σημαντική για τη βελτίωση του θεραπευόμενου από τη χρήση άλλων στρατηγικών, όπως η καλλιέργεια θετικών προσδοκιών για αλλαγή, εξήγησε η ερευνήτρια.
Τέλος, ο τρίτος στόχος της ερευνήτριας ήταν να εξετάσει αν ορισμένα χαρακτηριστικά του θεραπευτή μπορούν να προβλέψουν ποιοι θεραπευτές τείνουν να χρησιμοποιούν διαδικασίες σχέσης και πίστης με περισσότερο θεραπευτικό όφελος για όλους τους ασθενείς τους.
Για να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από 212 ενήλικες, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία από 42 ψυχοθεραπευτές, ως μέρος μιας τυχαιοποιημένης δοκιμής που συνέκρινε μεθόδους ανάθεσης υποθέσεων σε πλαίσιο φροντίδας ψυχικής υγείας με βάση την κοινότητα. Κατά τη θεραπεία, η οποία ποίκιλλε σε τύπο και διάρκεια, οι ασθενείς επανειλημμένα συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που μετρούσαν την ποιότητα της συνεργασίας τους με τον θεραπευτή και τις προσδοκίες τους για βελτίωση.
Οι ερευνητές υπέθεσαν σωστά ότι, γενικά, η καλύτερη ποιότητα συνεργασίας και οι πιο θετικές προσδοκίες έκβασης σχετίζονται με καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα. Επίσης, όπως προβλέφθηκε, οι θεραπευτές παρουσίασαν διαφορετικές δυνάμεις και αδυναμίες στη χρήση των διαδικασιών σχέσης και πίστης.
Όπως υποστηρίζεται από τα αρχικά ευρήματα, οι θεραπευτές που χρησιμοποιούν τη συμμαχία με τον θεραπευόμενο πιο αποτελεσματικά για να προωθήσουν τη βελτίωσή του είναι αυτοί « … που είναι πιο ταπεινοί στην αξιολόγηση των ικανοτήτων τους για την προαγωγή της συμμαχίας με τον θεραπευόμενο».
Αν καταλάβεις τα πράγματα που κάνεις ιδιαίτερα καλά ως θεραπευτής, τότε μπορείς να προσαρμόσεις το θεραπευτικό έργο σου με βάση τα δυνατά σου σημεία, κατέληξε η ερευνήτρια.
Πηγή: PsychologyNow.gr