Το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι μια συναρπαστική διαδικασία και συγχρόνως μια διαρκής πρόκληση, με διλήμματα και αποφάσεις που απαιτούν διαχείριση.
Καθώς η επιθυμία για την απόκτηση ενός παιδιού δεν συνεπάγεται απαραίτητα την εκ των προτέρων γνώση σε σχέση με δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν, ο γονιός έρχεται συχνά αντιμέτωπος με αιφνιδιαστικά ζητήματα που αφορούν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των οποίων η αντιμετώπιση δεν είναι διόλου ξεκάθαρη ή αυτονόητη.
Ζητήματα που γίνονται ακόμη πιο σύνθετα καθώς διαπλέκονται με την προσωπικότητα του γονιού και τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του, ανακινούν ξεχασμένες αναμνήσεις και αντίστοιχα συναισθήματα από το δικό του μεγάλωμα, και επιτείνουν τη σύγχυση αναφορικά με τη στάση που θα κρατήσει.
Ο γονιός, μέσα από τη νέα του ιδιότητα, αναβιώνει τη δική του παιδική ηλικία, με όλα τα θετικά αλλά και πιο σκοτεινά σημεία που ίσως δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί και τα οποία ξανατίθενται μπροστά στα μάτια του τη στιγμή που καλείται να λειτουργήσει ως ενήλικας και να λάβει αποφάσεις.
Η συμβουλευτική γονέων έρχεται να συμβάλλει σε αυτό το παροδικό ή πιο μόνιμο «μπλοκάρισμα» διευρύνοντας την αντίληψη του γονιού σχετικά με τα γεγονότα που προκύπτουν στη σχέση του με το παιδί. Στόχος είναι να δημιουργήσει μια νέα οπτική αναφορικά με τα συναισθήματα που βιώνει τόσο ο ίδιος όσο και το παιδί, ώστε αφού κατανοήσει πολύπλευρα τη δυσκολία που έχει προκύψει, να επιλέξει ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος να την διαχειριστεί.
Είναι επομένως μια αναγκαία και χρήσιμη διαδικασία που στοχεύει πολύ λιγότερο στο να προσφέρει έτοιμες απαντήσεις και πολύ περισσότερο στο να διευκολύνει το γονιό να επιλέξει την απάντηση που ταιριάζει στην δική του φιλοσοφία, λαμβάνοντας υπόψη τη δική του ιδιαίτερη σχέση με το παιδί και τους κανόνες διαπαιδαγώγησης που ακολουθεί.
Άλλωστε, το σωστό και το λάθος ακόμη και αναφορικά με ζητήματα όπως αυτό του σεβασμού και της ελευθερίας, είναι έννοιες σχετικές που ορίζονται πολύ διαφορετικά ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα και την οπτική που ο κάθε γονιός υιοθετεί στη σχέση του με το παιδί. Γι’ αυτό και η λύση που επιλέγει, χρειάζεται πρωτίστως να έχει νόημα για τον ίδιο, να ταιριάζει στη δική του λογική ώστε να μπορεί να την υποστηρίξει και να την εφαρμόσει.
Παρά τη χρησιμότητά της, συχνά η διαδικασία της συμβουλευτικής αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα, ενίοτε και με αρνητισμό. Πέρα από την αναμενόμενη αρχική άρνηση που βιώνει κανείς όταν χρειάζεται να απευθυνθεί σε κάποιον που δεν γνωρίζει αναζητώντας συμβουλή ή καθοδήγηση, η αίσθηση της δυσπιστίας είναι συχνά αποτέλεσμα της φύσης της διαδικασίας.
Ο γονιός που αποφασίζει να στραφεί προς κάποιον τρίτο, έξω από το πλαίσιο της οικογένειας, καλείται να επιδείξει εμπιστοσύνη και να μοιραστεί προσωπικές πληροφορίες ώστε να αντιμετωπίσει μια συμπεριφορά που τον δυσκολεύει ή τον αιφνιδιάζει. Η κίνηση αυτή προϋποθέτει τη σιωπηλή παραδοχή μιας προσωρινής ή πιο μόνιμης αδυναμίας να διαχειριστεί ενδεχόμενες αντιδράσεις του παιδιού, εφόσον χρειάζεται κάποιον άλλον, άγνωστο, για να του υποδείξει ενδεδειγμένες συμπεριφορές ή πιθανά λάθη.
Κάποιον, ο οποίος ενδεχομένως θα κρίνει τις επιλογές του ή θα σχολιάσει πιθανές αστοχίες ή παραλήψεις. Πρόκειται για μια θέση που ανακινεί αγωνίες σχετικά με την επάρκειά του ως γονιός, καθώς αντίκειται στο στερεότυπο του γονιού-παντογνώστη, σταθερού και ακλόνητου. Μια θέση που εκλαμβάνεται ενίοτε ως ακύρωση της ικανότητάς του να λειτουργήσει σωστά στο ρόλο του, καθιστώντας έτσι τη διαδικασία της συμβουλευτικής απαγορευτική.
Ωστόσο, κανείς δε γεννήθηκε να γνωρίζει, όπως είθισται να λέγεται,. Η έλλειψη βεβαιοτήτων, η διερώτηση και ο προβληματισμός πάνω στις καταστάσεις είναι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να διευρύνει κανείς την αντίληψή του, να κατανοήσει πιο ολοκληρωμένα μια συνθήκη και να θέσει τα κατάλληλα ερωτήματα ώστε να οδηγηθεί στις κατάλληλες απαντήσεις.
Επομένως, προϋπόθεση για τον γονιό ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλο του είναι να μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν γνωρίζει τα πάντα, αλλά και ότι δεν οφείλει να τα γνωρίζει. Άλλωστε τι θα σήμαινε αυτό; Μήπως να μπορεί να προβλέψει τις ανάγκες, τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του παιδιού εκ των προτέρων ώστε να έχει διαχειριστεί τα πράγματα προκαταβολικά για να αποτρέψει την όποια απόκλιση ή παραστράτημα; Πόσο ρεαλιστικό θα ήταν κάτι τέτοιο;
Όταν οι ανατροπές και οι αστάθμητοι παράγοντες είναι ο κανόνας της καθημερινότητας, η απαίτηση για μια τόσο αυστηρή και λεπτομερή πρόβλεψη όλων των παραμέτρων μιας κατάστασης κινείται έξω από τα ανθρώπινα δεδομένα. Μια τέτοια προσδοκία αντικατοπτρίζει μια ανάγκη ελέγχου και τελειότητας που δεν είναι χρήσιμη αλλά ούτε και εφικτή στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται και εξελίσσονται μέσα από τριβή και ζύμωση, μέσα από λάθη και συγκρούσεις.
Η πρόληψη είναι αναγκαία παράλληλα όμως με την προσαρμοστικότητα στις αλλαγές, στα νέα δεδομένα των σχέσεων, ώστε να παραμένουν ζωντανές και λειτουργικές, να μην αποστεγνώνονται από συναίσθημα και επικοινωνία ούτε να καταπνίγονται μέσα σε άκαμπτους κανόνες και αυστηρά σχήματα.
Συνεπώς οι γονείς, όπως αντίστοιχα και οι ειδικοί, δε θα πρέπει να ξεχνούν ότι είναι οι ίδιοι που παραμένουν οι ειδικοί για το παιδί τους. Στα πλαίσια της συμβουλευτικής, οι όποιες κατευθύνσεις ή συστάσεις δεχθούν αποτελούν απλά τροφή για σκέψη, μια ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με νέες ιδέες, με μια καινούρια οπτική σε σχέση με την εμπειρία τους, ώστε η αντιμετώπιση που θα έχουν απέναντι στο ζήτημα που τους απασχολεί να είναι πιο διευρυμένη καθώς θα λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους που δεν είχαν προσμετρήσει.
Η τελική απόφαση για το πώς θα χειριστούν τα πράγματα παραμένει δική τους, όπως ακριβώς και η ευθύνη. Εκείνοι έχουν διαμορφώσει ήδη μια σχέση με το παιδί, με βάση δικές τους αξίες και κανόνες, επομένως η όποια εξωτερική γνώμη, ακόμη κι αν προέρχεται από «ειδικούς» χρειάζεται να ενσωματώνεται και να αφομοιώνεται μέσα στο σχήμα των δικών τους κανόνων, στα μέτρα που είναι αποδεκτά για τους ίδιους.
Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει μια άποψη που δεν του ταιριάζει, που δεν έχει πεισθεί ότι είναι σωστή, ακόμη κι αν υποστηρίζεται με έμφαση από τους ειδικούς. Γι’ αυτό και ο γονιός, έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να αμφισβητήσει όποια σύσταση δεν κατανοεί, και είναι ευθύνη του ειδικού να καταφέρει να εξηγήσει όσο το δυνατόν πιο πειστικά το νόημα όσων προτείνει, ώστε να αυξήσει την πιθανότητα να γίνουν αποδεκτά.
Μόνο τότε θα έχει επιτύχει και η διαδικασία της συμβουλευτικής το στόχο της, καθώς έρχεται να συμπληρώσει και να ενισχύσει, και σε καμία περίπτωση να παραγκωνίσει ή να υποκαταστήσει το ρόλο του γονιού.
Πηγή: PsychologyNow.gr