H θεραπευτική σχέση γίνεται το πρότυπο για τις σχέσεις που διαμορφώνουμε γενικότερα κι εκτός θεραπευτικού πλαισίου. Η λογική και εύστροφη φωνή του θεραπευτή μας, γίνεται πια μέρος του δικού μας εσωτερικού διαλόγου.
Ο σύγχρονος κόσμος προσφέρει 3 βασικές πηγές θεραπευτικής ‘παρηγοριάς’ σε όσους βρίσκονται σε μία δυσάρεστη ψυχική κατάσταση: την ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή, τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) και την ψυχοθεραπεία.
Κάθε μια παρουσιάζει διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή είναι συνήθως αποτελεσματική ειδικότερα στη θεραπευτική αντιμετώπιση κρίσεων, κατά τις οποίες το μυαλό του ασθενούς πολιορκείται από έντονο φόβο, άγχος και απελπισία και ο ίδιος αδυνατεί να σκεφτεί και να δράσει αποτελεσματικά. Η κατάλληλη και σωστή χορήγηση φαρμάκων, χωρίς να απαιτεί τη συνειδητή συνεργασία εκ μέρους του πάσχοντος, επιδρά στη χημεία του εγκεφάλου του και μπορεί να βοηθήσει ώστε να ξεπεραστεί η κρίση. Ίσως προκαλέσει υπνηλία, ελαφριά ναυτία ή ελαφριά και παροδική έκπτωση της μνήμης όμως καθιστά τον πάσχοντα λειτουργικό σε γενικές γραμμές και συμβάλλει ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα.
Έπειτα, υπάρχει η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT), η οποία αποτελεί θεραπευτικό εργαλείο εκπαιδευμένων ψυχολόγων και ψυχιάτρων. Μέσα σε 6-10 περίπου συνεδρίες, διδασκόμαστε τεχνικές λογικής αμφισβήτησης, προβάλλοντας ορθολογικά επιχειρήματα αναφορικά με τις μακάβριες πεποιθήσεις που μας προκαλούν οι εσωτερικοί μας διώκτες: οι παρανοϊκές σκέψεις, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ντροπή και ο πανικός.
Και τέλος, υπάρχει η ψυχοθεραπεία, η οποία με μία πρώτη ματιά δείχνει να παρουσιάζει μειονεκτήματα. Πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία και συνήθως κρίνεται απαραίτητη η εβδομαδιαία συχνότητα συνεδριών. Επίσης, απαιτείται ενεργή δέσμευση εκ μέρους του θεραπευόμενου και συνεχής συναισθηματική προσπάθεια καθώς δρα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η φαρμακευτική αγωγή, η οποία επιδρά όπως προαναφέρθηκε στη χημεία του εγκεφάλου.
Ωστόσο η ψυχοθεραπεία, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματική επιλογή, καθώς ανακουφίζει από τον ψυχικό πόνο όχι με κάποιο τυχαίο ή μαγικό τρόπο αλλά επιδρώντας με τους εξής ακόλουθους τρεις τρόπους:
1. Τα ασυνείδητα συναισθήματα μας γίνονται συνειδητά
Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της ψυχοθεραπείας, αποκτούμε φοβίες, οδηγούμαστε σε κατάρρευση και ασθενούμε ψυχικά επειδή δε συνειδητοποιούμε πλήρως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε οι οποίες ‘ξεπερνούν’ τις ορθολογικές μας ικανότητες.
Κάποτε στο παρελθόν υπομείναμε συγκεκριμένες τόσο βασανιστικές ή δυσάρεστες καταστάσεις τις οποίες ασυνείδητα αναγκαστήκαμε να απωθήσουμε από την αντίληψη μας. Για παράδειγμα, αδυνατούμε να θυμηθούμε την πραγματική δυναμική της σχέσης μας με τους γονείς μας ή δεν αντιλαμβανόμαστε τη συμπεριφορά που επιδεικνύουμε κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να μας πλησιάσει. Ομοίως, δε μπορούμε να εντοπίσουμε τους λόγους που σαμποτάρουμε τον εαυτό μας ή την αιτία που μας προκαλεί πανικό αναφορικά με το σεξ. Έτσι λοιπόν, γινόμαστε έρμαια του ασυνείδητου μας και δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που προσδοκούμε ή τι είναι αυτό που μας τρομάζει.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απλή ορθολογική συζήτηση δεν αρκεί για να μας βοηθήσει να θεραπευτούμε καθώς δε μας βοηθά να κατανοήσουμε εντέλει τι είναι αυτό που τροφοδοτεί κι ενδυναμώνει τον πόνο μας.
Η ψυχοθεραπεία αποτελεί ένα άριστο εργαλείο αυτογνωσίας. Μας παρέχει το χώρο μέσα στον οποίο μπορούμε με ασφάλεια να εκφράσουμε ό,τι σκεφτόμαστε.
Κανένας θεραπευτής δεν πρόκειται να βαρεθεί ή να δυσανασχετήσει ακούγοντας τις σκέψεις μας. Οι θεραπευτές έχουν ήδη ακούσει σκέψεις όπως οι δικές μας και τίποτα δεν τους προκαλεί έκπληξη. Σ’ εκείνους μπορούμε να εκμυστηρευτούμε τα μυστικά μας και να εισπράξουμε αποδοχή.
Έτσι, κρίσιμες ιδέες και συναισθήματα ξεπηδούν από το ασυνείδητο, φτάνουν στην επιφάνεια και θεραπεύονται μέσα από την έκθεση, την ερμηνεία και την ‘τοποθέτηση’ σε ορθολογικό πλαίσιο. Πιάνουμε τον εαυτό μας να κλαίει για γεγονότα που, πριν ξεκινήσει η συνεδρία, ούτε καν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι έχουμε βιώσει και μας έχουν προκαλέσει τόσο έντονα συναισθήματα. Τα φαντάσματα του παρελθόντος έρχονται στο φως και μαθαίνουμε να τα αντιμετωπίζουμε.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η ψυχοθεραπεία είναι αποτελεσματική είναι ο εξής:
2. Η μεταβίβαση
Η λέξη μεταβίβαση είναι ένας επιστημονικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει πως, με την πάροδο του χρόνου, ο θεραπευόμενος αρχίζει να συμπεριφέρεται στο θεραπευτή με τρόπους που αντανακλούν πτυχές των κρισιμότερων και σημαντικότερων τραυματικών σχέσεων του παρελθόντος του.
Ένας θεραπευόμενος με τιμωρητικό γονέα μπορεί –για παράδειγμα– να αναπτύξει έντονα την αίσθηση ότι ο θεραπευτής τον θεωρεί βαρετό η αποκρουστικό. Ή ο θεραπευόμενος που όταν ήταν μικρός χρειάστηκε να ευχαριστήσει με τη συμπεριφορά του τον καταθλιπτικό γονέα του, μπορεί να αισθανθεί αναγκασμένος να ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο (να ευχαριστήσει δηλαδή το θεραπευτή του) όποτε προκύπτουν σε επικίνδυνο βαθμό δυσάρεστα ζητήματα.
Ενεργούμε με αυτό τον τρόπο και εκτός θεραπευτικού πλαισίου, χωρίς όμως να παρατηρούμε και να επεξεργαζόμαστε τι ακριβώς κάνουμε. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί επί της ουσίας ένα ‘ελεγχόμενο πείραμα’ το οποίο μας διδάσκει να παρατηρούμε τι κάνουμε, να προσπαθούμε να κατανοούμε από πού προέρχονται οι παρορμήσεις μας και να προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας σε λιγότερο ατυχείς κατευθύνσεις. Ο θεραπευτής μπορεί να ρωτήσει το θεραπευόμενο για ποιο λόγο είναι πεπεισμένος ότι είναι αποκρουστικός. Ή μπορεί να του υποδείξει πως με το σαρκασμό που χρησιμοποιεί προσπαθεί να βελτιώσει τη δυσάρεστη ή τρομακτική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί.
Ο θεραπευόμενος αρχίζει να εντοπίζει τις διαστρεβλώσεις των προσδοκιών που επιφέρει το παρελθόν του– και αναπτύσσει λιγότερο αυτοκαταστροφικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους γύρω του.
Εξέλιξε τις Θεραπευτικές Γνώσεις σου με τα ACADEMY Εκπαιδευτικά Σεμινάρια, γίνε σήμερα Συνδρομητής!
3. Η πρώτη ευεργετική σχέση
Οι κακές σχέσεις που είχαμε στο παρελθόν βλάπτουν αρκετούς από εμάς. Όταν ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα παιδιά, δεν είχαμε την πολυτέλεια να συναναστρεφόμαστε όσα άτομα ήταν αξιόπιστα, όσους μας άκουγαν κι έθεταν σωστά και υγιή όρια βοηθώντας μας να νιώσουμε ότι αξίζουμε και ότι είμαστε αποδεκτοί.
Παρόλα αυτά, όταν τα πράγματα πάνε καλά, ο θεραπευτής μας γίνεται το πιο υποστηρικτικό και αξιόπιστο άτομο που έχουμε συναντήσει. Γίνεται ο καλός γονέας που τόσο χρειαζόμασταν αλλά δεν είχαμε ποτέ. Κοντά του έχουμε τη δυνατότητα να επιστρέψουμε ξανά σε στάδια ανάπτυξης που πήγαν στραβά και να τα ξαναζήσουμε με ένα καλύτερο τέλος. Μπορούμε να εκφράσουμε τις ανάγκες μας ή να θυμώσουμε με το σωστό τρόπο κι εκείνος θα μας αποδεχτεί.
Μια θεραπευτική σχέση γίνεται ένα πρότυπο για τις σχέσεις που διαμορφώνουμε γενικότερα κι εκτός θεραπευτικού πλαισίου. Η λογική κι εύστροφη φωνή του θεραπευτή μας γίνεται πια μέρος του δικού μας εσωτερικού διαλόγου. Θεραπευόμαστε μέσα από τη συνεχή κι επαναλαμβανόμενη έκθεση στην ευγένεια, τη λογική και τη σύνεση.
Η ψυχοθεραπεία δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική για όλους. Χρειάζεται να βρίσκεται κανείς στη σωστή πνευματική κατάσταση, να βρει το σωστό θεραπευτή και να μπορεί να αφιερώσει χρόνο και προσπάθεια. Με λίγη καλή τύχη, η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποδειχθεί το καλύτερο δώρο που κάναμε στον εαυτό μας.
Πηγή: PsychologyNow.gr