To άγχος, η ενοχή, ο τρόμος, η απελπισία, η ανησυχία και η αίσθηση του παράλογου, σύμφωνα με την υπαρξιακή προσέγγιση, αποτελούν αντιδράσεις στην πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασής μας και μόνο λίγοι από εμάς αποδεχόμαστε την εμφάνιση τέτοιων συναισθημάτων.
Αντίθετα προσπαθούμε να τα καταπνίξουμε και το επιτυγχάνουμε κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα της ύπαρξής μας, προσποιούμενοι ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά από ό,τι πραγματικά είναι.
Στο επίκεντρο μίας τέτοιας αυταπάτης βρίσκεται η άρνηση της ελευθερίας και της ευθύνης μας και αυτό μπορούμε να το κάνουμε με πολλούς τρόπους. Ας υποθέσουμε ότι κατά τη διάρκεια της δίαιτάς μου, με επισκέπτεται ένας φίλος που φέρνει μία μεγάλη σοκολάτα. Τότε αντιμετωπίζω ένα δίλημμα: να φάω λίγη σοκολάτα και να χαλάσω τη δίαιτά μου ή να περάσω το υπόλοιπο βράδυ κοιτώντας τη με λαχτάρα;
Μία στρατηγική που μπορεί να εφαρμόσω για να μετριάσω το άγχος που μου προκαλεί αυτή τη επιλογή είναι να μετατρέψω τον εαυτό μου σε αντικείμενο, όπως αναφέρει ο Sartre. Για παράδειγμα να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι “κάποιος χωρίς καμία δύναμη θελήσεως”, οπότε το να φάω τη σοκολάτα είναι ένα fait accompli, ένα τετελεσμένο γεγονός. Ή να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι “πιστός στη δίαιτά μου”, οπότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να φάω τη σοκολάτα. Σε κάθε περίπτωση, μετατρέποντας τον εαυτό μου σε αντικείμενο, αρνούμαι την πραγματικότητα, ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή είμαι απόλυτα ελεύθερος να επιλέξω πώς θα συμπεριφερθώ και δεν είμαι αναγκασμένος να συμπεριφερθώ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Όπως υποστηρίζουν οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι πληρώνουμε βαρύ τίμημα για αυτή την αυταπάτη. Ο Heidegger και ο Sartre αναφέρουν ότι αρνούμενοι την ελευθερία και την ευθύνη μας, αρνούμαστε επίσης τη δυνατότητά μίας ελεύθερης επιλογής προς το μέλλον μας και την ενεργοποίηση του προσωπικού μας δυναμικού. Αντί να αναπτύσσουμε τις μοναδικές μας ικανότητες, υποβιβάζουμε τον εαυτό μας: διασκορπισμένοι γενικώς σε ένα κόσμο ο οποίος ανάγει τα πάντα σε μία ανούσια, ομοιόμορφη μετριότητα.
Έτσι χάνουμε τη δυνατότητα μιας ζωής που εμπλουτίζεται από πάθος, δημιουργικότητα και ζωντάνια και ζούμε χωρίς λάμψη, σαν κατοικίδια, εφησυχασμένοι και αποξενωμένοι από τον εαυτό μας (Guignon, 2001). Στην ουσία ζούμε μία ζωή μισή αντί για πλήρη. Επιπλέον, επειδή δεν αντιλαμβανόμαστε τη ζωή όπως πραγματικά είναι, είμαστε λιγότεροι ικανοί απέναντι στις προκλήσεις και τα περιστατικά με τα οποία αναπόφευκτα θα βρεθούμε αντιμέτωποι. Και, τελικά, επειδή η πραγματικότητα της ύπαρξής μας παραμένει ένα γεγονός, οι άμυνες που χτίζουμε για να προστατευθούμε από αυτήν αναπόφευκτα θα υποχωρήσουν.
Πώς λοιπόν θα χαράξουμε μία ζωή έντονη, ολοκληρωμένη και γεμάτη πάθος;
Όσον αφορά τη στροφή προς έναν αυθεντικό τρόπο ύπαρξης ο Heidegger (1926), όπως και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι του υπαρξισμού, θεωρεί πολύ σπουδαία την υιοθέτηση μίας στάσης ζωής γεμάτης θάρρος και αποφασιστικότητα: μίας προθυμίας να αντιμετωπίσουμε γυμνοί την καταιγίδα της ζωής (Becker, 1973). Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε το άγχος μας. Κατά τον Kierkeggard, ο θαρραλέος άνθρωπος δεν οπισθοχωρεί όταν το άγχος αναγγέλλει την άφιξή του ούτε προσπαθεί να το κρατήσει σε απόσταση με φασαρία και σύγχυση. Το καλωσορίζει, το χαιρετά με ενθουσιασμό και όπως ο Σωκράτης ύψωσε το ποτήρι με το κώνειο, έτσι και εκείνος κλειδώνεται κάπου μαζί του και λέει ό,τι θα έλεγε ένας ασθενής στο χειρούργο του λίγο πριν ξεκινήσει μία επώδυνη εγχείρηση: Είμαι έτοιμος τώρα.
Μέσα από την αντιμετώπιση του άγχους βγαίνουμε από τις ψευτοασφάλειές μας – παύουμε να είμαστε βυθισμένοι μέσα σε μία ψευτο-γνώριμη γαλήνη (Macquarrie, 1972)- και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ελευθερία και τις δυνατότητές μας (Heidegger, 1926/1962:232). Με αυτή την έννοια, λοιπόν, το άγχος – τουλάχιστον το υπαρξιακό – δεν είναι ούτε άλογο ούτε ένδειξη παθολογίας, είναι δάσκαλος και οδηγός. Όποιος έχει μάθει να έχει άγχος με το σωστό τρόπο γράφει ο Kierkeggard, έχει μάθει το θεμελιώδες και συνεχίζει λέγοντας ότι όσο πιο βαθιά βρίσκεται κανείς μέσα στο άγχος, τόσο πιο σπουδαίος άνθρωπος είναι.
Εξέλιξε τις Θεραπευτικές Γνώσεις σου με τα ACADEMY Εκπαιδευτικά Σεμινάρια, γίνε σήμερα Συνδρομητής!
Οι φιλόσοφοι του υπαρξισμού υποστηρίζουν επίσης ότι μια αυθεντική στάση σε σχέση με τον εαυτό μας συνεπάγεται την αποφασιστική αντιμετώπιση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κάποια θεμελιώδης βάση για τα σχέδια, τα νοήματα και τις ερμηνείες τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μία μηδενιστική ή μία ανέλπιδη στάση προς τη ζωή. Όπως λέει ο Camus, μπορούμε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε και μες τη μέση της ερήμου. Μια αποφασιστική στάση λοιπόν, σημαίνει να κάνουμε σχέδια παρά το παράλογό τους. Συνεπάγεται μία σταθερή αφοσίωση σε αυτό που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και η στάση μας προς το μέλλον είναι μία στάση προσμονής ή κίνησης προς τα εμπρός: μία διορατική και αδιακύμαντη δέσμευση σε σχέση με τους υπερβατικούς στόχους οι οποίοι θεωρούνται οριστικοί για το σύνολο της ύπαρξής μας (Guignon).
Ο Camus παρομοιάζει αυτή τη δέσμευση-στο-παράλογο με τις δραστηριότητες του μυθολογικού Σίσυφου, που είναι καταδικασμένος από τους Έλληνες θεούς να σπρώχνει αέναα ένα βράχο προς την κορυφή ενός βουνού, από όπου ο βράχος κατρακυλάει προς τα κάτω από το βάρος του. Η αποστολή του Σίσυφου είναι παράλογη και απολύτως ανούσια, παρ΄όλα αυτά ο Σίσυφος ούτε υποχωρεί, ούτε παραιτείται. Η προσπάθεια και μόνο προς την κορυφή φθάνει για να γεμίσει την καρδιά ενός ανθρώπου γράφει ο Camus και ο Σίσυφος, αν και έχει την επίγνωση της μοίρας του, αποκτά τη δύναμη και την αξιοπρέπεια για να κατεβαίνει το βουνό είτε με χαρά είτε με λύπη.
Πηγή: PsychologyNow.gr