Ο Albert Bandura γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1925, στο μικρό χωριό Μουντάρ της Αλμπέρτα του Καναδά. Ήταν το μικρότερο παιδί και ο μόνος γιος μιας οικογένειας οχτώ μελών. Η πρώτη επαφή του Bandura με την ακαδημαϊκή ψυχολογία έγινε συμπτωματικά. Λόγω του ότι ως φοιτητής τα πρωινά είχε κάποιον ελεύθερο χρόνο, πήρε ένα μάθημα ψυχολογίας με το οποίο ενθουσιάστηκε.
Αποφοίτησε στα τρία χρόνια, το 1949, απ’ το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, κερδίζοντας το βραβείο Μπόλοκαν (Bolocan Award) στην ψυχολογία. Στη συνέχεια, πήγε στο τότε επίκεντρο της θεωρητικής ψυχολογίας, το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, απ’ όπου πήρε το μεταπτυχιακό του το 1951 και το διδακτορικό του το 1952.
Στην Αϊόβα, επηρεάστηκε από τους Kenneth Spence και Clark Hull, καθώς και από τη στροφή προς τη προσεκτική εννοιολογική ανάλυση και την αυστηρή πραγματική έρευνα. Επίσης σε αυτό το διάστημα δέχτηκε την επίδραση των Near Miller και John Dollar.
Ο Albert Bandura είναι ένας από τους πρωτοπόρους που ερμήνευσαν την έννοια της κοινωνικής μάθησης και θέσπισε τη Κοινωνικογνωστική Θεωρία.
Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά του ατόμου εξηγείται ως μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον, μια διαδικασία που ο Bandura αποκαλεί αμοιβαίο προκαθορισμό. Οι άνθρωποι επηρεάζονται, βέβαια, από περιβαλλοντικές δυνάμεις, αλλά επιλέγουν τη συμπεριφορά τους. Το άτομο ναι μεν αντιδρά στις καταστάσεις, αλλά ερμηνεύει και επηρεάζει ενεργά τις καταστάσεις αυτές.
Οι άνθρωποι επιλέγουν τις καταστάσεις και διαμορφώνονται μέσα απο αυτές, επηρεάζουν τη συμπεριφορά των άλλων και διαμορφώνονται από τη συμπεριφορά των άλλων. Οι πτυχές της προσωπικότητας στις οποίες δίνει έμφαση η κοινωνικογνωστική θεωρία είναι: i) προσδοκίες- πεποιθήσεις, ii) ικανότητες- δεξιότητες και iii) στόχοι.
Έμφαση δίνονται στις προσδοκίες που έχουν οι άνθρωποι σχετικά με τα γεγονότα και στις πεποιθήσεις τους σχετικά με τον εαυτό τους. Μια ιδιαίτερα πτυχή της αυτοαντίληψης που κατέχει στον Bandura κεντρική θέση στη θεωρία του, είναι η έννοια της αυτεπάρκειας (self- efficacy). Η αυτεπάρκεια σχετίζεται με τις αντιλήψεις που διατυπώνουμε σχετικά με την ικανότητά μας να ανταποκριθούμε σε μια συγκεκριμένη εργασία ή περίσταση με αποτελεσματικό τρόπο. Η αντίληψη για την αυτεπάρκειά μας επηρεάζει τη σκέψη μας, τα συναισθήματά μας και το βαθμό στον οποίο δραστηριοποιούμαστε. Επίσης, το άτομο θέτει προδιαγραφές και στόχους και διατυπώνει αντιλήψεις σχετικά με τη ικανότητα του να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες ως προς την επίτευξη των στόχων του.
Ο Bandura ασχολήθηκε συστηματικά με τη διερεύνηση του προτύπου μάθησης μέσω της παρατήρης και της μίμησης, εμπλουτίζοντάς το με τις κοινωνικές και γνωστικές παραμέτρους του ατόμου. Αφού πήρε το διδακτορικό του, ο Bandura πηγε στο Stanford και άρχιζε να εργάζεται πάνω στις διεργασίες της αλληλεπίδρασης κατά την ψυχοθεραπεία καθώς και στα οικογενειακά σχήματα που προκαλούν επιθετικότητα στα παιδιά. Το έργο του πάνω στα οικογενειακά αίτια της επιθετικότητας, σε συνεργασία με τον Richard Walters, το πρώτο του μεταπτυχιακό του φοιτητή, έδωσε έμφαση στο κεντρικό ρόλο που παίζουν οι επιδράσεις των προτύπων (μάθηση μέσω παρατήρησης των άλλων) για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου.
Η θεωρία της μάθησης μέσω παρατήρησης υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν παρατηρώντας απλώς τη συμπεριφορά των άλλων.
Το άτομο που παρατηρείται ονομάζεται πρότυπο. Ένα άτομο δύναται να μάθει ορισμένες συμπεριφορές με το να παρατηρεί το πρότυπο που εκτελεί αυτές τις συμπεριφορές καθώς και να προβλέπει τις συνέπειες. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται μίμηση προτύπου. Επίσης είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στη διαδικασία της μίμησης γίνεται η διάκριση ανάμεσα στην εκμάθηση και την εκτέλεση. Το άτομο μπορεί να μάθει ή να αποκτήσει μια νέα, σύνθετη μορφή συμπεριφοράς ανεξάρτητα από την ύπαρξη ενισχυτών, αλλά το αν η συμπεριφορά θα γίνει πράξη ή όχι εξαρτάται από τις αμοιβές και τις ποινές.
Συνεπώς, τυπικά πλέον από το 1969 και έπειτα, ο Bandura και οι συνεργάτες του, αποχωρίζονται απο τον κλασσικό συμπεριφορισμό. Το θεωρητικό μοντέλο του, στο οποίο κυριαρχούν οι αρχές της έμμεσης ενίσχυσης του παρατηρητή, διευρύνεται και καθιερώνεται ως «θεωρία επεξεργασία πληροφοριών». Δηλαδή, ο παρατηρητής δια μέσου της συμπεριφοράς του προτύπου, προσλαμβάνει πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται, κωδικοποιεί και με την προσδοκία της κατάλληλης αμοιβής ή επιτυχίας τις χρησιμοποιεί, προβλέπει μελλοντικές συνέπειες και ρυθμίζει ανάλογα τη συμπεριφορά του.
Σύμφωνα με την κοινωνικογνωστική θεωρία, η δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα δυσλειτουργικής μάθησης. Οι δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις μαθαίνονται ως αποτέλεσμα της άμεσης εμπειρίας ή ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε ανεπαρκή ή «άρρωστα» πρότυπα.
Συνεπώς, ο Bandura υποστηρίζει ότι ο βαθμός στον οποίο οι ίδιοι οι γονείς αποτελούν πρότυπα μορφών ανώμαλης συμπεριφοράς, είναι συχνά ένας σημαντικός αιτιώδης παράγοντας για την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας. Επίσης, έμφαση δίνεται στο ρόλο των δυσπροσαρμοστικών προσδοκιών και των εσφαλμένων αυτοαντιλήψεων και ειδικότερα στην αντίληψη χαμηλής αυτεπάρκειας που έχει το άτομο για τον εαυτό του.
Κατά τον Bandura, η διαδικασία αλλαγής, περιλαμβάνει όχι μόνο την απόκτηση νέων τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς, αλλά και τη γενίκευση και διατήρησή τους. Συνεπώς η κοινωνικογνωστική άποψη για τη θεραπεία εξαίρει τη σημασία των αλλαγών στο αίσθημα της αυτεπάρκειας.
Η θεραπευτική προσέγγιση στην οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση η κοινωνικογνωστική θεωρία είναι η απόκτηση γνωστικών και συμπεριφορικών ικανοτήτων μέσω μίμησης προτύπου και κατευθυνόμενης συμμετοχής. Στη πρώτη, διάφορα πρότυπα επιδεικνύουν επιθυμητές συμπεριφορές και βιώνουν θετικές συνέπειες και στη δεύτερη, παρέχεται βοήθεια στο άτομο προκειμένου να συμπεριφερθεί όπως τα πρότυπα.
Ο Albert Bandura το 1952, συμμετείχε ως ειδικευόμενος στο Κέντρο Συμβουλευτικής της Γουίτσιτα στο Κάνσας ενώ το 1953, δέχτηκε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, την οποία κατέχει μέχρι και σήμερα. Το 1974 η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία τον εξέλεξε ως πρόεδρο και το 1980 έλαβε από την Εταιρία το Βραβείο Διακεκριμένης Επιστημονικής Προσφοράς επειδή αποτέλεσε τέλειο πρότυπο ως ερευνητής, διδάσκαλος και θεωρητικός.
Τα πιο διαδεδομένα του βιβλία είναι «Εφηβική Επιθετικότητα» (1959), «Κοινωνική Μάθηση και Ανάπτυξη της Προσωπικότητας» (1963) που εμπεριέχουν μελέτες και έρευνες πάνω στη μίμηση προτύπων καθώς και το «Κοινωνική Θεμελίωση της Σκέψης και της Δράσης» (1986) όπου γίνεται μια προσπάθεια ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης θεωρίας για την ανθρώπινη συμπεριφορά.